κοινοβούλιο

κοινοβούλιο
Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων χωρών, είναι επιφορτισμένο με αρμοδιότητες κατεύθυνσης και ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας. Ο ορισμός αυτός είναι έγκυρος μόνο κατά γενικό τρόπο, αφού ο όρος κ. (που προέρχεται από το λατινικό parlamentum, ονομασία με την οποία, κατά το τέλος του Μεσαίωνα, αποκαλούνταν οι συνελεύσεις των πολιτών που συνέρχονταν για να συζητήσουν θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος· κοινοβουλώ = συζητώ και αποφασίζω από κοινού, κατά την ελληνική απόδοση του όρου) έχει μια ειδική, διαφορετική κάθε φορά, σημασία, τόσο στον Μεσαίωνα όσο και στους νεότερους χρόνους. Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή ο ορισμός ποικίλλει ανάλογα με τους ιδιαίτερους χαρακτήρες του θεσμού στον οποίο αναφερόμαστε. Για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία ο όρος κ. προσέλαβε ένα εξαιρετικά ευρύ περιεχόμενο, αφού με αυτόν δηλώνεται το σύνολο των οργάνων που μετέχουν στη νομοθετική λειτουργία, συμπεριλαμβανόμενου και του μονάρχη. Η καταγωγή του θεσμού ανάγεται στη φεουδαρχική κοινωνία, που χαρακτηριζόταν από την πολλαπλότητα των κέντρων εξουσίας, τα οποία με τη σειρά τους, θεμελιωμένα στα αμοιβαία δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απέρρεαν από το φεουδαρχικό συμβόλαιο, εναντιώνονταν στις αξιώσεις επιβολής του μονάρχη. Κατά συνέπεια, κάθε φορά που οι ανάγκες του βασιλείου επέβαλαν την είσπραξη μεγαλύτερων εισφορών από εκείνες που οφείλονταν κανονικά –με βάση το συμβόλαιο φεουδαρχικής υποτέλειας– ή τη λήψη σοβαρών αποφάσεων (διενέργεια ενός πολέμου ή σύναψη ειρήνης), ο μονάρχης συγκαλούσε τους φεουδάρχες σε συνελεύσεις· στη Γαλλία αποκαλούνταν États Généraux (ο όρος Parlement χρησιμοποιείτο εκεί για να δηλώσει ορισμένα δικαστήρια και συγκεκριμένα το ανώτατο δικαστήριο του Παρισιού που είχε ιδιαίτερα προνόμια), στην Ισπανία Cortes, στη Νάπολη και στη Σικελία Parlamenti κλπ. Οι συνελεύσεις αυτές, τις οποίες απάρτιζαν αρχικά οι μεγάλοι ευγενείς και ο ανώτερος κλήρος, περιέλαβαν αργότερα τους κατώτερους ευγενείς και τις κοινότητες των ελεύθερων πολιτών. Τον 13o και τον 14o αι. οι αντιπρόσωποι των πόλεων έγιναν δεκτοί στα ιβηρικά Cortes και στις περιφερειακές συνελεύσεις των γερμανικών χωρών. Στην Αγγλία, η πρώτη γενική συνέλευση του βασιλείου, στην οποία συμμετείχαν οι πόλεις μετά τη Magna Carta του 1215, χρονολογείται το 1264, ενώ στη Γαλλία ο Φίλιππος ο Ωραίος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των États Généraux το 1302. Ωστόσο, ενώ στην Αγγλία η διαφορετική διαμόρφωση και η απόσταση των συμφερόντων, ανάμεσα στους ευγενείς και στους αντιπροσώπους των Κοινοτήτων, οδήγησε στην πρακτική των χωριστών συνελεύσεων και στη συγκρότηση, περίπου το 1341, δύο χωριστών σωμάτων, της Βουλής των Λόρδων (κοσμικών και εκκλησιαστικών) και της Βουλής των Κοινοτήτων (αποτελείτο από τους αντιπροσώπους των κομητειών και των πόλεων), με ίσα δικαιώματα το καθένα, στη Γαλλία η συνέλευση των τάξεων παρέμεινε ενιαία, ακόμα και όταν έγιναν δεκτοί σε αυτήν οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης (των αστών). Οποιαδήποτε κι αν υπήρξε η εσωτερική τους οργάνωση, οι συνελεύσεις αυτές διέφεραν ουσιαστικά από τα σύγχρονα κ. Οι αρμοδιότητές τους περιορίζονταν στα ζητήματα που ο μονάρχης υπέβαλε σε αυτές για εξέταση, ενώ οι αρμοδιότητες των σύγχρονων κ. είναι –εντός των ορίων πάντοτε του εκάστοτε συντάγματος– γενικές. Εξάλλου, τα μέλη των συνελεύσεων δεν εκπροσωπούσαν όλο το έθνος, απαλλαγμένα από οποιαδήποτε δέσμευση, αλλά αντιπροσώπευαν μόνο την κοινότητα στην οποία ανήκαν και από την οποία λάμβαναν επακριβείς οδηγίες –τα λεγόμενα τετράδια (cahiers) των γαλλικών États Généraux υπήρξαν η απαρχή για μια τέτοια πραγματική αντιπροσώπευση θέλησης βασιζόμενη σε επιτακτική εντολή– σχετικά με τον τρόπο απόφανσης επί των θεμάτων που θα υποβάλλονταν στην κρίση τους. Είναι άξιο επισήμανσης ότι, με εξαίρεση την Αγγλία, καμία ιστορική συνέχεια δεν συνδέει τα μεσαιωνικά με τα νεότερα κ., αφού τα πρώτα εξασθένησαν σταδιακά και εξαφανίστηκαν εντελώς (αρχές 16ου αι.) μετά την ενδυνάμωση της βασιλικής εξουσίας, που οδήγησε στον σχηματισμό των απόλυτων μοναρχιών. Στη Γαλλία τα États Généraux συνήλθαν για τελευταία φορά το 1614, ενώ στην Ισπανία τα Cortes καταλύθηκαν οριστικά από τον Κάρολο E’ το 1522. Στα ιταλικά κράτη η εξαφάνιση αυτών των συνελεύσεων πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές· ενώ στη Σαρδηνία συνέβη λίγο μετά το 1560, στη Σικελία ο θεσμός διένυσε μια περίοδο αναιμικής ύπαρξης μέχρι τις αρχές του 19ου αι. και καταργήθηκε επίσημα το 1812. Μόνο στην Αγγλία, το κ., του οποίου το κύρος μειώθηκε την εποχή των Τιδόρ, διεκδίκησε τα δικαιώματά του από τους Στιούαρτ, επιβάλλοντας στον Κάρολο A’ την Petition of Rights (Αίτηση για τα Δικαιώματα, 1628) και επιβεβαίωσε οριστικά την εξουσία του με την έκδοση του Bill of Rights (Διακήρυξη Δικαιωμάτων, 1689), στο οποίο ορκίστηκε ο Γουλιέλμος της Οράγγης. Με τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων, που αφαιρούσε από τον μονάρχη την εξουσία να εκδίδει διατάγματα αντίθετα προς τους νόμους του κ., καταλυόταν το κατά παράδοση ius despensandi (δικαίωμα εξαίρεσης από την εφαρμογή του νόμου) και επιβεβαιωνόταν ο θεμελιώδης κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι φόροι έπρεπε να λαμβάνουν τη ρητή συγκατάθεση του κ. Ξεκινούσε εφεξής η νεότερη φάση του αγγλικού κ., το οποίο επεξέτεινε τον επόμενο αιώνα την επιρροή του στην κυβέρνηση. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί επανεμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο στο γαλλικό σύνταγμα του 1791, με τη μορφή ενός και μοναδικού σώματος, της Εθνοσυνέλευσης, που εκλέγεται με την ψήφο του λαού. Ωστόσο, αυτή η θέσπιση δεν διήρκεσε πολύ και το αγγλικό πρότυπο των δύο αντιπροσωπευτικών σωμάτων επιβεβαίωσε τη σταθερότητά του, την εποχή της παλινόρθωσης της μοναρχίας. Αυτό συνέβη, επειδή το αγγλικό πρότυπο αντανακλούσε τον δυϊσμό που χαρακτήριζε τη συγκεκριμένη περίοδο, αναγνωρίζοντας στον βασιλιά και στο έθνος δύο αυτόνομα κέντρα εξουσίας, καθένα από τα οποία έβρισκε την έκφρασή του σε ένα από τα αντιπροσωπευτικά σώματα: το πρώτο αποτελείτο από μέλη των εκ κληρονομιάς ευγενών ή από πρόσωπα διορισμένα από τον θρόνο και το δεύτερο προερχόταν από εκλογές. Ενώ όμως το σύστημα του μοναδικού αντιπροσωπευτικού σώματος είχε περιορισμένη και σχεδόν μεταβατική εφαρμογή, το σύστημα των δύο βουλών επέζησε και όταν ακόμα, με την εγκαθίδρυση των δημοκρατικών καθεστώτων, παραμερίστηκαν οι αιτίες που είχαν επιβάλει τη δημιουργία μιας αριστοκρατικής βουλής (όπως του Herrenhaus της Πρωσίας, της ουγγρικής βουλής των Προκρίτων, της βουλής των Ευπατριδών, του 1814, στη Γαλλία) πλάι στην αναδειχθείσα με εκλογές βουλή. Η προσφυγή στο σύστημα των δύο βουλών –που αποτελεί σήμερα μία διαδεδομένη συνταγματική αρχή σε διάφορα κράτη– ερμηνεύεται κατά ένα μέρος από την ανάγκη στην οποία βρίσκονται, ιδιαίτερα τα ομοσπονδιακά κράτη, να παραχωρήσουν μια θέση στο κ., τόσο στο σύνολο των πολιτών όσο και στο καθένα από τα συστατικά (κράτη) μέλη. Την πρώτη εμπειρία αυτού του είδους προσφέρει το ομοσπονδιακό σύνταγμα των ΗΠΑ, του 1787, με τη δημιουργία του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο αποτελείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου αντιπροσωπεύεται ο λαός στο σύνολό του, και από τη Γερουσία, που αποτελείται από δύο αντιπροσώπους κάθε πολιτείας, ανεξάρτητα από το μέγεθος και τη σημασία της. Το ίδιο σύστημα συναντάται στην Ελβετία (όπου η ομοσπονδιακή συνέλευση περιλαμβάνει το Εθνικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των Καντονιών), στη Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (όπου στο Bundestag, βουλή εκλεγμένη από τη λαϊκή ψήφο, προστίθεται το Bundesrat, Γερουσία, της οποίας τα μέλη ορίζονται αριθμητικά, ανάλογα με τον πληθυσμό των ομόσπονδων κρατιδίων) κ.α. Σε ανάλογες εφαρμογές μπορεί να οδηγήσει η εισαγωγή της αρχής των δύο βουλών σε ενιαία κράτη, με ισχυρή τοπική αυτονομία, κατάσταση που ισχύει τόσο στη σύγχρονη ιταλική Γερουσία, της οποίας η εκλογή γίνεται σε περιφερειακή βάση, όσο και στη γαλλική Γερουσία της Γ’ Δημοκρατίας, που προερχόταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τα δημοτικά συμβούλια, κατόπιν διεξαγωγής εκλογών σε διαδοχικά στάδια, κριτήριο που επαναλήφθηκε στο σύνταγμα του 1946 και στο ισχύον σύνταγμα του 1958. Άλλοι λόγοι που συνέβαλαν στην εισαγωγή της δεύτερης βουλής είναι η εξασφάλιση μεγαλύτερης ακρίβειας και περίσκεψης κατά τη διαδικασία του νομοθετικού έργου (γι’ αυτό λέγεται και βουλή του κατευνασμού), η αποτροπή ανάληψης από μέρους της νομοθετικής εξουσίας ενός ρόλου υπερβολικά ισχυρού, που θα έθετε σε κίνδυνο τη συνταγματική ισορροπία των εξουσιών, η διευκόλυνση της επίλυσης ενδεχόμενων συγκρούσεων της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία (βουλή αντίβαρο), η συμμετοχή στη νομοθετική λειτουργία προσώπων με ιδιαίτερα προσόντα και πείρα ή εκπροσώπων συμφερόντων που απαιτούν ιδιαίτερη κοινωνική προστασία (βουλή των τεχνικών αρμοδιοτήτων). Για την επίτευξη αυτών των σκοπών καθίσταται αναγκαίο, ακόμα και στα ενιαία κράτη, η δεύτερη βουλή να εκλέγεται με διαδικασίες διαφορετικές από εκείνες που εφαρμόζονται στην πρώτη βουλή. Αν θεωρηθεί ότι έχει ξεπεραστεί το σύστημα του διορισμού (εφ’ όρου ζωής ή για μια μεγάλη χρονική περίοδο) των μελών της δεύτερης βουλής από τον αρχηγό του κράτους (ένα σύστημα αναμφισβήτητα συντηρητικό, που απέβλεπε στο να ενισχύσει την παρακμασμένη εξουσία του μονάρχη απέναντι στην ισχυροποιούμενη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας) και αν ληφθεί υπόψη ότι σπάνια εφαρμόζεται το σύστημα του συνδυασμού εκλεγόμενων μελών με άλλα διοριζόμενα μέλη αυτοδικαίως ή κατ’ ελεύθερη επιλογή, διαπιστώνεται ότι σήμερα επικρατεί το σύστημα σύμφωνα με το οποίο και η δεύτερη βουλή βασίζεται σε εκλογές, αλλά διακρίνεται από την πρώτη κατά το εκλογικό σύστημα, την ηλικία των εκλογέων και εκλόγιμων, τον αριθμό των μελών, τη διάρκεια του αξιώματος κλπ. Το αρχαίο σχήμα του συστήματος των δύο βουλών απαιτεί την τοποθέτηση των δύο σωμάτων σε θέση απόλυτης ισοτιμίας. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν, κατά αυστηρή εκδοχή, ως υπαγόμενες σε αυτό τον τύπο οι μορφές συνταγματικής οργάνωσης που προσδίδουν στη μία από τις βουλές θέση κατωτερότητας απέναντι στην άλλη, αφαιρώντας από αυτήν τον έλεγχο ορισμένων θεμάτων ή στερώντας από αυτήν κάθε αποφασιστική αρμοδιότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κατώτερη βουλή εξουσιοδοτείται να εκφέρει μόνο γνώμες ή διαθέτει ένα απλό δικαίωμα αναβλητικής αρνησικυρίας, του οποίου όμως το κύρος εξανεμίζεται με την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος και αφήνει πλήρη ελευθερία απόφασης στην πρώτη βουλή. Αυτό το τελευταίο σύστημα ισχύει στη Μεγάλη Βρετανία, όπου οι εξουσίες της Βουλής των Λόρδων περιορίστηκαν σημαντικά, έπειτα από μια ολόκληρη σειρά μεταρρυθμίσεων, η σπουδαιότερη από τις οποίες χρονολογείται το 1911. Τα κοινοβουλευτικά σώματα αποτελούν συνταγματικά όργανα, εντελώς ανεξάρτητα το ένα από το άλλο (πράγμα που δεν αποκλείει, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, κοινές συνόδους των δύο σωμάτων) καθώς και από τις υπόλοιπες κρατικές εξουσίες. Η ανεξαρτησία αυτή, που κατοχυρώνεται από τα διάφορα συντάγματα και βρίσκει την τυπικότερη έκφρασή της στους κανονισμούς των βουλών, περιλαμβάνει ακόμα και τα δημοσιονομικά θέματα, εξηγεί γιατί όλες οι πράξεις που γίνονται στους κόλπους τους δεν υπόκεινται στον έλεγχο άλλης αρχής (interna corporis) και γιατί γενικά (στην Αγγλία η αρμοδιότητα αυτή έχει ανατεθεί σε ιδιαίτερα όργανα απονομής δικαιοσύνης) η επικύρωση της εκλογής των μελών τους, όπως και η τήρηση των ιδιαίτερων κοινοβουλευτικών εγγυήσεων, ανήκει στις ίδιες τις βουλές. Οι εγγυήσεις αυτές, που υιοθετήθηκαν με σκοπό να προστατεύσουν το κ. από ενδεχόμενες υπερβασίες της εκτελεστικής εξουσίας, αφορούν τις βουλές στο σύνολό τους (με την καθιέρωση ειδικής ποινικής προστασίας και ασυλίας των κτιρίων στα οποία συνέρχονται), αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονται ατομικά στα μέλη τους. Καθιερώνεται, έτσι, το ανεπίτρεπτο του πολιτικού ελέγχου και της ανάκλησης (αποκλείεται σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ που δέχονται όμως τη δυνατότητα ανάκλησης του βουλευτή εκ μέρους των εκλογέων), καθώς επίσης και το ανεπίτρεπτο της ποινικής δίωξης και του διοικητικού ελέγχου για τη γνώμη και την ψήφο των βουλευτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Προβλέπεται επίσης ειδική προστασία, χάρη στην οποία οι βουλευτές δεν επιτρέπεται να διωχθούν ποινικά (βουλευτική ασυλία), να συλληφθούν ή να υποβληθούν σε οποιοδήποτε άλλο αστυνομικό μέτρο, που επάγεται οπωσδήποτε περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, χωρίς την ειδική άδεια του σώματος στο οποίο ανήκουν. Η απόλυτη ανεξαρτησία των μελών του κ. (που κατοχυρώνεται με τη θεμελιώδη αρχή ότι κάθε βουλευτής αντιπροσωπεύει το έθνος και με την απαγόρευση της επιτακτικής εντολής, επί των οποίων ακριβώς στηρίζεται η πολιτική αντιπροσωπεία, θεμέλιο των νεότερων κ.) επιβάλλει το ασυμβίβαστο του αντιπροσωπευτικού αξιώματος με την άσκηση ορισμένων δημοσίων λειτουργημάτων. Κατέστη επίσης αναγκαία –με την προοδευτική διεύρυνση του πολιτικού σώματος που αρχικά περιοριζόταν μόνο στις εύπορες τάξεις– η χορήγηση αποζημίωσης, της οποίας το ύψος ορίζεται από τον νόμο, με σκοπό να προστατευθεί η βουλευτική ανεξαρτησία και σε οικονομικό επίπεδο. Η θεμελιώδης λειτουργία του κ. είναι η νομοθετική. Η θεμελιώδης λειτουργία του κοινοβουλίου είναι η νομοθετική (ιστορική φωτογραφία από συνεδρίαση του ελληνικού κοινοβουλίου· φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Η Βουλή των Κοινοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο εκλέγεται από τον λαό και είναι εκείνη που ασκεί τη νομοθετική εξουσία (φωτ. ΑΠΕ). Μετά τη Γαλλική επανάσταση και την εισαγωγή της διάκρισης των εξουσιών, θεμελιώδης λειτουργία του κοινοβουλίου στα δυτικά κράτη είναι η νομοθετική· στη φωτογραφία, άποψη του γαλλικού κοινοβουλίου (φωτ. ΑΠΕ). Το κτίριο της Βουλής των Ελλήνων. Στιγμιότυπο από συνεδρίαση του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών (φωτ. ΑΠΕ). Η κήρυξη της έναρξης των εργασιών του αγγλικού κοινοβουλίου από τον βασιλιά Ερρίκο H’, σε μικρογραφία της εποχής. Στο κέντρο, οι γραμματείς του κοινοβουλίου και του θρόνου κρατούν τα πρακτικά· πίσω τους είναι καθισμένοι οι «Lords spiritual and temporal», δηλαδή οι επίσκοποι και οι ευγενείς της Αγγλίας (Βασιλική Βιβλιοθήκη, Γουίντσορ). Πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής των Λόρδων στο Ηνωμένο Βασίλειο (φωτ. ΑΠΕ). Η κήρυξη της έναρξης των εργασιών των «?tats G?n?raux» στο ανάκτορο των Βερσαλιών (Μάιος, 1789), σε χαλκογραφία της εποχής. Πανοραμική άποψη της αίθουσας συνεδριάσεων του ελληνικού κοινοβουλίου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (Α κοινοβούλιον) [κοινόβουλος]
νεοελλ.
1. το ανώτατο αντιπροσωπευτικό όργανο σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο μπορεί να αποτελείται από ένα νομοθετικό σώμα, τη βουλή, ή από δύο νομοθετικά σώματα, τη βουλή και τη γερουσία ή την άνω και κάτω βουλή ή τη βουλή τών κοινοτήτων και τη βουλή τών λόρδων κ.λπ.
2. το σύνολο τών βουλευτών, η βουλή
3. το κτήριο όπου συνεδριάζει η βουλή
4. η κοινή συνεδρία τών νομοθετικών σωμάτων
αρχ.
1. διάσκεψη, συνεδρίαση, σύσκεψη, συνέδριο
2. τόπος συνεδριάσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινοβούλιο — το 1. το σύνολο των αντιπροσώπων του λαού, η βουλή. 2. το κτίριο όπου συνεδριάζει η βουλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Κρόμγουελ, Όλιβερ — (Oliver Cromwell, Χάντινγκτον 1599 – Λονδίνο 1658). Άγγλος πολιτικός. Γαιοκτήμονας από την κομητεία του Χάντινγκτον, εγκολπώθηκε με απόλυτη και σχεδόν φανατική αφοσίωση τις θρησκευτικές και πολιτικές θέσεις του πουριτανισμού, έπειτα από μια… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”